Φίλοι μου! Συναγωνιστές, συνοδοιπόροι και συνασθενείς, επέστρεψα!

Έφυγα Ξυπόλητος και γύρισα ξεβράκωτος, αλλά γύρισα!

Χρόνια και ζαμάνια έχουμε να τα πούμε και στα χρόνια αυτά ζήσαμε τα απίστευτα:

Κυβερνήσεις πολλές και διάφορες, να μην προλαβαίνουμε τους πρωθυπουργούς. Λιώσανε σου λέει τα χαλιά στο Προεδρικό από το πηγαινέλα: έναν ορκίζανε, δύο πέφτανε.

Τα μνημόνια να πέφτουνε βροχή, να μην προλαβαίνουμε τα εγκεφαλικά. Δουλειές να κλείνουν, σπίτια να κλείνουν, δρόμοι να κλείνουν, η ψυχή μας να κλείνει και να χεις και την Τρέμη κάθε βράδυ  να τα κουβεντιάζει με τον Πρετεντέρη και να κλείνει το μάτι στην Τρόικα..

Κι εκεί που γκώσαμε και την είδαμε επαναστάτες και σηκωθήκαμε από τους καναπέδες και σιχτιρίσαμε και την Τρέμη και την παρέα της, ήρθε αυτό το παλικάρι, αυτό μωρέ το συμπαθητικό, που σού ‘ρχεται να το πάρεις απ’ το χέρι να το πας στα Αγγλικά, μπας και ξεστραβωθεί και το πάρει κι αυτό το lower κι είπαμε άντε να σε δούμε κι εσένα.

Και τον είδαμε κι αυτόν.

Αυτός πάλι, ξεκίνησε σαν την κοκκινοσκουφίτσα να πάει στη γιαγιά της κι επειδή την είδε μάγκας, πήρε το καλαθάκι του, το γέμισε με ένα 62% παχύ – παχύ κι ατρόμητος κίνησε για το δάσος. Κάτι είχε ακούσει για ένα κακό λύκο, που είχε φάει σου λέει πρωθυπουργούς και πρωθυπουργούς κι όχι λιανούς σαν και του λόγου του, μπαμπάτσικους σαν το Βενιζέλο τον αρχοντάνθρωπο, αλλά αυτός απτόητος. Τον είδαμε κι εμείς έτσι γενναίο, λέμε κάτι θα ξέρει. Τι ακριβώς δε μπορούσαμε να το καταλάβουμε, αλλά ελπίζαμε…

Και μόλις χώθηκε το παλικάρι βαθειά στο δάσος και τον έπιασε και το σκοτάδι, πάει ο λύκος ο μπαμπέσης και κατεβάζει το γενικό στις τράπεζες. Κάγκελο το  παλικάρι… Που να το φανταστεί κι αυτός ότι θα ξηγιότανε έτσι ο λύκος; Διότι αυτός αλλιώς τα είχε φτιάξει στο αθώο του μυαλουδάκι: θα πάω σου λέει εκεί, θα τους δείξω το καλαθάκι μου, Ααααα! θα κάνουνε αυτοί, γιατί ξοδευτήκατε; δεν έπρεπε… και πάει και τέλειωσε. Μόλις θα καταλαβαίνανε ότι αυτός δεν είναι σαν τους άλλους, είναι παιδί από σπίτι, με τρόπους και ανατροφή, θα τον εκτιμούσαν δεόντως κι ούτε μνημόνια, ούτε τρόικες, ούτε τίποτα. Αλλά δε γίνανε έτσι τα πράματα.

 

Ε, κι αφού δε γίνανε έτσι τα πράματα, τι να κάνει κι αυτός; Εντάξει, λέει, παιδιά. Μην εξάπτεσθε, θα τα βρούμε. Και τα βρήκανε.

Άδειασε, λοιπόν, το καλαθάκι απ’ το 62%, να μην του πιάνει και το χώρο, έχωσε μέσα μια συμφωνία που πήγε κι έκανε με τον κακό το λύκο και γύρισε πίσω στο χωριό, να ρωτήσει τους συγχωριανούς του αν έκανε καλά. Τώρα, εσείς επειδή είσαστε και κακεντρεχείς, μπορεί και να σκεφθείτε:  Βρε μπας κι έπρεπε να τους ρωτήσει πριν κάνει τη συμφωνία κι όχι αφού την έκανε;

Εμ, άμα τό κανε έτσι, θα χανε και το καλαθάκι, και τα αυγά και τα πασχάλια. Κι εσείς δεν ξέρετε τι αγώνα έκανε για να βρει τέτοιο ωραίο καλαθάκι. Άσε που ήταν η πρώτη φορά που κοριτσάκι με κόκκινη σκούφια κατάφερε να του χαρίσουν καλαθάκι…

Και τώρα να το αφήσει; Ποτέ! Στην ανάγκη θα κάτσει πάνω στο καλαθάκι και για να ναι σίγουρος ότι δεν θα τον σηκώσει κανένας, θα φέρει κι έναν φίλο του χοντρούλη να κάτσουνε παρέα!

Και κάπου εδώ, τελειώνει η ιστορία μας, που δυστυχώς είναι βγαλμένη απ’ τη ζωή κι έχει και κακό λύκο.

Με το παλικάρι, όμως δεν τελειώσαμε. Εδώ θα ‘μαστε, να τα λέμε και γι’ αυτόν και για όλους τους άλλους.

Μέχρι τότε…

Να ρωτάτε, να μαθαίνετε και να αμφισβητείτε…